- μονοξ(ε)ίδιο
- τοχημ. οξείδιο που περιέχει, στον χημικό τύπο του, ένα μόνο άτομο οξυγόνου («μονοξείδιο τού άνθρακα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monoxyde (< μον(ο)-* + οξ(ε)ίδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.